Η «άνοιξη των λαών»
Ένα δεύτερο κύµα πολλαπλών Επαναστάσεων ξέσπασε το 1848 στην Ευρώπη, γνωστό και ως «άνοιξη των λαών». Η µεγάλη οικονοµική κρίση, η ανεργία, οι κακές σοδειές του 1845-1846, η αυξανόµενη φορολογία, ο λιµός και η υποχρεωτική στράτευση, ήταν κάποιοι από τους λόγους που οδήγησαν την ευρωπαϊκή ήπειρο σε µία εκρηκτική περίοδο εξεγέρσεων. Θεωρητικά, η Παρισινή Επανάσταση τον Φεβρουάριο του 1848 έδωσε το εναρκτήριο λάκτισµα. Ο λαός εξεγέρθηκε διεκδικώντας και πετυχαίνοντας σε πολιτικό επίπεδο την αποµάκρυνση του βασιλιά Λουδοβίκου- Φίλιππου και τον σχηµατισµό δηµοκρατικής κυβέρνησης. Επιπρόσθετα, τα αιτήµατα τους για καθολικό εκλογικό δικαίωµα, το «δικαίωµα στην εργασία» και την δηµιουργία «εθνικών εργαστηρίων» µε σκοπό την εξάλειψη της ανεργίας, ικανοποιήθηκαν. Στο σηµείο αυτό εισήλθε ο όρος «ταξική συνείδηση» που προκάλεσε την οριστική ρήξη µεταξύ αστών και εργατών, που τόσο καιρό παραµόνευε. Η αστική τάξη θορυβήθηκε από τις νέες αυτές πραγµατικότητες και διαφοροποιήθηκε ολοκληρωτικά από τα ιδεώδη και τα αιτήµατα των εργατικών στρωµάτων. Αντίθετα µάλιστα, τάχθηκε µε την παρακµάζουσα τάξη των ευγενών. Η επικράτηση τους στο τέλος ήταν φανερή, αφού απέκλεισαν τους εργάτες από το δικαίωµα ψήφου, περιόρισαν την ελευθεροτυπία και στην προεδρία της δηµοκρατίας τοποθέτησαν τον Λουδοβίκο-Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, πρωτοστάτησαν οι εξεγέρσεις εναντίον της Αψβουργικής Μοναρχίας µε τα αιτήµατα των λαών να κινούνται σε εθνικιστικό πλαίσιο. Οι ούγγροι, οι τσέχοι και οι ρουµάνοι διεκδικούν εθνική ανεξαρτησία δίνοντας έτσι, µαζί µε την Ιταλία και την Γερµανία, στις Επαναστάσεις τους εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα.
Η έλλειψη συνοχής, οργάνωσης και στόχευσης των επαναστατικών κινηµάτων στάθηκαν οι αιτίες για την αποτυχία των Επαναστάσεων του 1848. Τα µεσαία στρώµατα παρέµειναν στη συνέχεια στο πολιτικό προσκήνιο µε τους µεγαλοϊδιοκτήτες σταδιακά να αναρριχώνται κοινωνικά, άλλοτε συµµαχώντας και άλλοτε παραµερίζοντας τους παπάδες και τους ευγενείς. Από την άλλη, τα κατώτερα στρώµατα αντιλαµβάνονται σταδιακά πως τα συµφέροντά τους δεν συµπίπτουν µε αυτά της νέας αστικής τάξης των ιδιοκτητών και των αφεντικών, και ανακαλύπτουν, µέσα από µια σειρά χαµένων εξεγέρσεων, πως “ο εχθρός του εχθρού µου δεν είναι φίλος µου”. Έτσι, έχουµε την εµφάνιση της εργατικής τάξης στο προσκήνιο της ιστορίας.
Σοσιαλισµός
Οι Επαναστάσεις του 1848 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο διαχωρισµό των θέσεων των αστών, οι οποίοι τάχθηκαν ιδεολογικά µε τους ευγενείς, και της νέας ενδυναµωµένης εργατικής τάξης, η οποία είχε θέσει ως κεντρική ιδέα την επίλυση του “Κοινωνικού Ζητήµατος”. Η εργατική τάξη κινήθηκε κάτω από την πολιτική ιδεολογία του σοσιαλισµού. Τα πολιτικά ιδεώδη του σοσιαλισµού, όπως η εναντίωση στον καπιταλισµό, οι δικαιότερες εργασιακές σχέσεις και η πολιτική εξίσωση των τάξεων, βρήκαν µεγάλη απήχηση στα εργατικά στρώµατα. Στα πρώιµα στάδια του, εκφράστηκε µέσα από δηµιουργίες ενώσεων αλληλοβοήθειας µεταξύ των εργατών και την δηµιουργία εργατικών εστιών. Τα θεµέλιά του µπήκαν ήδη από την Γαλλική Επανάσταση µε την «Συνοµωσία των Ίσων» του Μπαµπέφ, µε τον µεταρρυθµιστή Όουεν και τους γάλλους ουτοπιστές Φουριέ και Σαιν Σιµόν. Μεταγενέστερα, εκφράστηκε µέσα από το κίνηµα των Χαρτιστών. Το όραµα των πρώτων σοσιαλιστών ήταν η αναγέννηση της κοινωνίας µε την κατάργηση της ιδιοκτησίας των µέσων παραγωγής και την κατ’ επέκταση κοινωνικοποίησή τους, ώστε όλα τα µέλη µιας κοινωνίας να έχουν ίδια πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο.
Παρόλα αυτά, οι διαφορετικές προσεγγίσεις για την κοινωνικοποίηση των µέσων παραγωγής, αλλά και συνολικότερα για τον τρόπο οργάνωσης της νέας κοινωνίας, δηµιούργησαν, πολύ σύντοµα, µια σειρά από διαφορετικές τάσεις µέσα στην εργατική τάξη.
Α’ Διεθνής και η Παρισινή Κοµµούνα
Ο δυναµικά αυξανόµενος εργατικός πληθυσµός λόγω της εκβιοµηχάνισης των πόλεων, άρχισε να δηµιουργεί εργατικές ενώσεις, οι οποίες συσπειρώνονταν γύρω από τα προτάγµατα του σοσιαλισµού και στάθηκαν η αιτία για την ίδρυση µιας διεθνούς οργάνωσης εργατών. Το 1864 στο Λονδίνο ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση Εργατών, γνώστη και ως «Πρώτη Διεθνής». Αρχικά, συµµετείχαν εργατικές ενώσεις από Αγγλία, Γαλλία, Γερµανία, Ιταλία, Ιρλανδία και Πολωνία, ενώ αργότερα θα εισέλθουν οργανώσεις από ολόκληρη την Ευρώπη. Η ένωση αυτή αποτέλεσε µία προσπάθεια για τον συντονισµό της δράσης των εργατικών κινηµάτων και την δηµιουργία σχέσεων αλληλεγγύης µεταξύ των κατά τόπους οργανώσεων τους. Ήταν πλέον σαφές πως ο διεθνιστικός και ταξικός χαρακτήρας των αγώνων των εργαζόµενων της Ευρώπης θα υπερίσχυε του εθνικοαπελευθερωτικού, ο οποίος χαρακτήριζε πολλές από τις ως τότε εξεγέρσεις και επαναστάσεις.
Από την πρώτη στιγµή της δηµιουργίας της, η Πρώτη Διεθνής αποτέλεσε πόλο έλξης σχεδόν όλων των σοσιαλιστικών ρευµάτων της εποχής. Αρχικά, αυτή η ετερογένεια έδειξε να λειτουργεί πλουραλιστικά και πολλαπλασιαστικά ως προς τη δυναµική της εργατικής τάξης. Θα φτάσει να αριθµεί 8 εκατοµµύρια µέλη, και να πρωταγωνιστεί σε εργατικούς αγώνες και εξεγέρσεις τα επόµενα χρόνια. Οι µεγαλύτερες προστριβές υπήρξαν από την πρώτη στιγµή, κυρίως ανάµεσα στους φεντεραλιστές και µουτουαλιστές σοσιαλιστές από τη µία, και τους αυταρχικούς και κρατιστές σοσιαλιστές από την άλλη πλευρά. Ενώ και οι δυο οραµατίζονται την κατάργηση του καπιταλισµού, οι πρώτοι εκφράζονται κυρίως από τις θέσεις του Προυντόν για ένα κοινωνικό σύστηµα ισότιµης παραγωγής και ανταλλαγής µεταξύ ανθρώπων και κοινοτήτων, ενώ οι δεύτεροι από αυτές των Μαρξ και Έγκελς που συµπυκνώνονται στο έργο τους “Το Μανιφέστο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος” και προτάσσουν την κοινοβουλευτική δραστηριοποίηση των εργατικών ενώσεων µε στόχο τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Η αντίδραση των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα χτυπήσει, διαλύοντας ή αφοµοιώνοντας πολλές από τις εργατικές ενώσεις. Ο κοινοβουλευτισµός θα αποτελέσει το καρότο, για όποιους θελήσουν να αφοµοιωθούν και να επιβιώσουν, και ο εθνικισµός το ρόπαλο, έτσι ώστε οι εργαζόµενοι όλων των χωρών αντί να ενωθούν να αλληλοσκοτωθούν στους πολέµους που µαίνονται στην Ευρώπη.
Το 1869 στις περισσότερο ανεπτυγµένες βιοµηχανικά χώρες εµφανίζονται τα πρώτα σηµάδια παρακµής της Πρώτης Διεθνούς, κυρίως όταν αποχωρούν εργατικές ενώσεις που εκπροσωπούν την βιοµηχανική εργατική τάξη -αυτή που ο Μαρξ ονόµασε προλεταριάτο- στην Αγγλία. Ταυτόχρονα εισέρχονται µαζικά ενώσεις και σωµατεία από Ισπανία και Ιταλία, όπου η εκβιοµηχάνιση δεν έχει προχωρήσει τόσο και τα κατώτερα στρώµατα βρίσκονται ακόµα σε ενεργή επαφή µε µικρά εργαστήρια στις πόλεις, αλλά και µε την αγροτική οικονοµία στην ύπαιθρο. Έτσι η Πρώτη Διεθνής µπολιάζεται µε νέα δυναµική και νέες ιδέες.
Παρισινή Κοµµούνα
Το 1871 τα γεγονότα που θα διαδραµατιστούν στο Παρίσι θα σφραγίσουν το µέλλον της εργατικής τάξης. Εκεί θα µπουν σε εφαρµογή και θα δοκιµαστούν για πρώτη φορά σε µαζικό επίπεδο οι θέσεις των σοσιαλιστικών τάσεων της Πρώτης Διεθνούς.
Η Παρισινή Κοµµούνα ανακηρύχθηκε µέσα στη φωτιά του γαλλοπρωσικού πολέµου (1870-1871). Η Γαλλία κήρυξε τον πόλεµο στα γερµανικά κράτη υπό την ηγεσία της Πρωσίας, αλλά ηττήθηκε γρήγορα. Ο ίδιος ο Ναπολέων Γ’ αιχµαλωτίστηκε µαζί µε εκατοντάδες χιλιάδες γάλλους στρατιώτες. Η εξέλιξη του πολέµου προκάλεσε σοβαρές πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις στη Γαλλία, µε πρώτη την πτώση της αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη της δηµοκρατίας. Παρόλα αυτά τα γερµανικά στρατεύµατα συνέχισαν την προέλαση προς το Παρίσι. Ταυτόχρονα, εξοπλιζόταν η εθνοφρουρά του Παρισιού, έτσι ώστε να αµυνθεί σε περίπτωση που ο γερµανικός στρατός έµπαινε στην πόλη. Η εθνοφρουρά αποτελούταν κυρίως από οπλισµένους εργάτες.
Τελικά το Παρίσι βρέθηκε υπό πολιορκία και η νέα κυβέρνηση που ορίστηκε, µε επικεφαλής τον Αδόλφο Θιέρσο, συνθηκολόγησε µε τους Πρώσους. Η Συνθήκη επέβαλε στην Γαλλία την καταβολή ενός µε δύο δισεκατοµµυρίων φράγκων ως πολεµική αποζηµίωση καθώς και την προσάρτηση της Αλσατίας και της Λωρραίνης στη Γερµανία.
Όµως το Παρίσι δεν παραδόθηκε και ο λαός του παρέµενε οπλισµένος. Σε µια προσπάθεια να επιβάλει την εξουσία του στο ανυπότακτο Παρίσι, ο Θιέρσος αποφάσισε να αφοπλίσει την πόλη.
Η νέα αστική τάξη, που προέκυψε από τις επαναστάσεις του προηγούµενου αιώνα, διακήρυττε για πρώτη φορά δηµόσια και χωρίς καµιά ντροπή, στο Παρίσι του 1871, τους στόχους και τις επιδιώξεις της. Η αστική τάξη µπροστά στο καθήκον να υπερασπιστεί το Παρίσι ή το ταξικό τους συµφέρον, δε δίστασε ούτε στιγµή.
Έτσι τα αποµεινάρια του γαλλικού στρατού στάλθηκαν, µε εντολή της αστικής κυβέρνησης, να αφοπλίσουν το Παρίσι, ξεκινώντας µε τα 227 κανόνια για την άµυνα της πόλης. Οι στρατιωτικές δυνάµεις που εστάλησαν δεν κατόρθωσαν να τα καταλάβουν, καθώς κυκλώθηκαν από εθνοφρουρούς και πολίτες. Οι στρατιώτες, αντί να πυροβολήσουν κατά του πλήθους, συνέλαβαν τους αξιωµατικούς τους και τους εκτέλεσαν.
Η κυβέρνηση, που είχε συνθηκολογήσει µε τους Πρώσους, διέταξε το στρατό να εκκενώσει την πόλη, ενώ η ίδια κατέφυγε στο οχυρό των Βερσαλιών. Η εθνοφρουρά, που είχε εξελιχθεί σε επαναστατική δύναµη, αποφάσισε οι ήδη ανακοινωµένες δηµοτικές εκλογές να διεξαχθούν στις 26 Μαρτίου. Το Δηµοτικό Συµβούλιο που εκλέχθηκε αποτελούταν από 92 µέλη, εγκαταστάθηκε στο Δηµοτικό Μέγαρο στις 28 Μαρτίου και έλαβε την ονοµασία “Κοµµούνα των Παρισίων”. Η πλειοψηφία των µελών ήταν νεο-ιακωβίνοι και οπαδοί του Λουί Ογκίστ Μπλανκί, φεντεραλιστές και µουτουαλιστές της Πρώτης Διεθνούς και συγκεκριµένα του ρεύµατος του Προυντόν, και µια µικρότερη µειοψηφία από ορθόδοξους ιακωβίνους και αριστερούς δηµοκράτες.
Οι κοµµουνάροι κατάργησαν το στρατό και ίδρυσαν πολιτοφυλακή, πάγωσαν τις τιµές στα ενοίκια, δήµευσαν την εκκλησιαστική περιουσία, πάγωσαν τις πληρωµές των χρεών, εξίσωσαν τους µισθούς των υπαλλήλων και απαγόρευσαν τον ενεχυροδανεισµό και τον τοκισµό.
Η Κοµµούνα ωστόσο υπήρξε βραχύβια, αφού δύο τακτικοί στρατοί, αλλά και η προπαγάνδα της αστικής τάξης, είχαν αποκόψει το πολιορκηµένο Παρίσι από την υπόλοιπη Γαλλία. Τον Μάιο του 1871 ο γαλλικός στρατός εισέβαλε στο Παρίσι και την κατέλυσε µέσα σε ένα λουτρό αίµατος που κόστισε τις ζωές δεκάδων χιλιάδων κοµµουνάρων.
Σύντοµα θα χαρακτηριζόταν ως δεύτερη Τροµοκρατία και θα προκαλούσε τον έντονο φόβο της αστικής τάξης ολόκληρης της Ευρώπης. Η καταστολή της ήταν βίαιη και αιµατηρή. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της αναρχικής κοµµουνάριας δασκάλας Λουίζ Μισέλ κατά τη διάρκεια του στρατοδικείου της:
Έπραξα αυτό που ήµουν υποχρεωµένη να πράξω, δηλαδή το επαναστατικό µου καθήκον,χωρίς µίσος, χωρίς οργή, χωρίς οίκτο,ούτε για τους άλλους ούτε καν για τον εαυτό µου…δεν υπερασπίζοµαι τον εαυτό µου και ούτε επιθυµώ να µε υπερασπιστεί άλλος. Ανήκω ολοκληρωτικά στην κοινωνική επανάσταση και εφόσον κάθε καρδιά που πάλλεται για την ελευθερία δεν έχει κανένα άλλο δικαίωµα πέρα από ένα βόλι από µολύβι, εγώ απαιτώ το µερίδιό µου. Εάν µε αφήσετε να ζήσω, δεν θα πάψω ποτέ να φωνάζω για εκδίκηση και κάποτε θα κατορθώσω να την πάρω. Αυτά µόνο είχα να πω. Τώρα, εάν δεν είστε δειλοί, µπορείτε να µε σκοτώσετε.
Έτσι κάπως το αναρχικό κίνηµα θα οδηγηθεί να υιοθετήσει την “προπαγάνδα µε την πράξη” ξεκινώντας µια σειρά πολιτικών δολοφονιών βασιλιάδων, επαγγελµατιών πολιτικών και καπιταλιστών που θα κρατήσει για πολλές δεκαετίες.
Η Κοµµούνα δεν ήταν προϊόν οργανωµένης συνωµοτικής δράσης, ούτε µπορεί να θεωρηθεί έργο των αναρχικών ή των κοµµουνιστών ή οποιασδήποτε άλλης τάσης της Διεθνούς, ακόµα κι αν τα µέλη της συµµετείχαν στα γεγονότα. Η Κοµµούνα ήταν προϊόν του αυθόρµητου ξεσηκωµού του παρισινού λαού που ξεσκέπασε την υποκρισία της εθνικής συνείδησης της νέας άρχουσας τάξης. Με αυτόν τον τρόπο απέδειξε ότι τα ταξικά συµφέροντα ήταν πλέον η κινητήρια δύναµη της νέας εποχής του καπιταλισµού.
Η διάλυση της Πρώτης Διεθνούς
Οι προστριβές που υπήρχαν ήδη µέσα στην Πρώτη Διεθνή, γιγαντώθηκαν µετά την αιµατηρή καταστολή της Παρισινής Κοµµούνας. Ο απολογισµός και οι κριτικές αποτιµήσεις που έγιναν από τις διάφορες τάσεις της Διεθνούς ήταν τόσο αντικρουόµενες, ώστε δεν άργησε να έρθει η διάλυσή της.
Οι µαρξιστές και όσοι σοσιαλιστές πίστευαν στον δηµοκρατικό συγκεντρωτισµό θεώρησαν πως η Κοµµούνα απέτυχε, γιατί δεν επέβαλλε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Προσπάθησαν να κάνουν τη Διεθνή έναν συγκεντρωτικό µηχανισµό για την πολιτική δράση της εργατικής τάξης µέσω της δηµιουργίας κοµµουνιστικών και σοσιαλιστικών κοινοβουλευτικών κοµµάτων.
Από την άλλη, το νέο ρεύµα που αναδείχτηκε ως εξέλιξη των µουτουαλιστών του Προυντόν, ήταν οι κολλεκτιβιστές, όπως ο Μπακούνιν, οι οποίοι θεώρησαν πως ήταν λάθος της Κοµµούνας να οργανωθεί µε το γιακωβίνικο κυβερνητικό µοντέλο και πρόταξαν την αποκέντρωση και την αυτονοµία των εργατικών ενώσεων της Διεθνούς, την αποκοπή του αγώνα της εργατικής τάξης από τα εθνικά κοινοβούλια, τον φεντεραλισµό στην πολιτική δράση και οργάνωση και την κολλεκτιβοποίηση στην κοινωνική και οικονοµική ζωή.
Η πόλωση µέσα στην Πρώτη Διεθνή θα κορυφωθεί το 1872 στο συνέδριο της Χάγης, όπου και διαγράφεται ο Μπακούνιν και άλλοι αναρχικοί µε την κατηγορία της σύστασης συνωµοτικής οργάνωσης µέσα στη Διεθνή και πολλές από τις οργανώσεις των αναρχικών αποχωρούν στη συνέχεια. Οι µαρξιστές όµως δε έµειναν εκεί και µετέφεραν την έδρα της Διεθνούς στη Νέα Υόρκη, µακριά από το κέντρο των εξελίξεων των εργατικών αγώνων. Έτσι, παρά την µεγάλη απήχησή της και την επιτυχία των διεκδικήσεων διάφορων εργατικών κινηµάτων, η ήδη αποδυναµωµένη Διεθνής θα οδηγηθεί τελικά στη διάλυση το 1876.