Τα στρώµατα στα οποία διαιρείται µια κοινωνία θα µπορούσαν να ορίζονται ως τάξεις ,όταν τα οικονοµικά και πολιτικά κριτήρια κυριαρχούν, και ως κάστες, όταν τα κοινωνικά και συχνά αναπαραγωγικά κριτήρια ορίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, νόµους και παραδόσεις. Οι διαφορές µεταξύ κάστας και τάξης δεν ήταν πάντα ευδιάκριτες, αλλά και οι δυο τρόποι ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας είχαν πάντα ως κεντρική ιδέα το κληρονοµικό δικαίωµα µε τις πιο ολοκληρωτικές κοινωνίες, που ήταν πιο κοντά στη διαίρεση σε κάστες, να το επεκτείνουν σε όλο και περισσότερους τοµείς της ζωής, ενώ οι πιο δηµοκρατικές, αλλά παρόλα αυτά ταξικές, να το περιορίζουν.
Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγµατα κοινωνιών οργανωµένων σε κάστες είναι της “µεσαιωνικής” Ιαπωνίας αλλά και της Ινδίας µέχρι και σήµερα.
Η χρήση του όρου ξεκίνησε από τον 16ο αιώνα για να χαρακτηρίσει την κοινωνική οργάνωση στην νότια Ασία, κυρίως µεταξύ των Ινδουιστών. Η κάστα, από το λατινικό castus (στα αγγλικά chaste δηλαδή αγνός, αδιακόρευτος, καθαρός, παρθένος), µε την έννοια της καθαρότητας της αναπαραγωγής χρησιµοποιήθηκε από τους πορτογάλους παρατηρητές για να περιγράψει την διαίρεση της Ινδουιστικής κοινωνίας στην δυτική και νοτιοδυτική Ινδία σε κοινωνικά στρώµατα σύµφωνα µε τις επαγγελµατικές κατηγορίες. Σε µια προσπάθεια να διατηρηθούν οι κάθετες κοινωνικές αποστάσεις, αυτές οι οµάδες εξασκούν αµοιβαίους αποκλεισµούς σε θέµατα διατροφής και αναπαραγωγής.